Η ώρα πια είχε προχωρήσει. Ο
Πίτερ και η Ντεμπόρα μπήκαν ξανά στο αμάξι.
-Που θα σε αφήσω; Ρώτησε ο
Πίτερ
-Εκεί ακριβώς που με βρήκες.
Απάντησε η Ντεμπόρα. Δεν ήθελε κάποιος πελάτης να γνωρίζει που μένει, και
άσχετα του πόσο καλά πέρασε εκείνη την νύχτα, ο Πίτερ παρέμενε ένας πελάτης.
-Ώστε ήθελες λοιπόν να
τραγουδάς… ρώτησε ξανά ο Πίτερ.
Η Ντεμπόρα έβγαλε έναν ήχο σαν
απάντηση και έγνευσε θετικά. Άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι. Η κρυστάλλινη και δυνατή
φωνή της γέμισε το αυτοκίνητο. Ο Πίτερ ανατρίχιασε με την μελωδικότητα και την
αισθαντικότητα της. Μπορούσε ήδη να την φανταστεί στην σκηνή με χιλιάδες
θαυμαστές από κάτω να την αποθεώνουν.
-Έχεις καταπληκτική φωνή…
-Ναι.. την πήρα από την μητέρα
μου… Εκείνη τραγουδούσε…
-Τραγουδούσε; Δεν ζει πια;
-Ήταν επιβάτης στο Sea Monster…
O Πίτερ πάτησε
απότομα το φρένο.
-Στο Sea Monster; Το ίδιο και ο
πατέρας μου! Είπε έκπληκτος ο Πίτερ
-Αλήθεια; Είχε και ο πατέρας
σου ψύχωση με τον…
ΚΥΒΟ! Είπαν και οι δυο μαζί
ταυτόχρονα.
-Ναι, ο πατέρας μου έψαχνε
πολύ τον γρίφο του Κύβου. Πίστευε ότι κάτι φοβερό θα συμβεί σε περίπτωση που
λυθεί μια μέρα. Ποτέ δεν μου είπε αν θα συνέβαινε κάτι καλό ή κακό… Είπε
σκεφτικός ο Πίτερ.
-Το ίδιο ακριβώς και η μητέρα
μου… Και δεδομένου ότι μέναμε στο Plain Fields έκανε συχνά εξορμήσεις στην
περιοχή Χ. Πάντα έλεγε ότι κάποια σχέση έχει με τον Κύβο. Μετά την εξαφάνιση
του Sea Monster o πατέρας μου κλείστηκε στον εαυτό του… Και τότε αποφάσισα να
φύγω… είπε μελαγχολικά η Ντεμπόρα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχαν φτάσει
κι’ όλας στο προορισμό τους. Ο Πίτερ της έπιασε το χέρι.
-Άσε με να σε βοηθήσω… Που
μπορώ να σε ξαναδώ;
Εκείνη την στιγμή η Ντεμπόρα
συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη ξεφύγει από την επαγγελματική της δεοντολογία και
είχε γίνει πλέον πολύ προσωπικό το θέμα. Άνοιξε την πόρτα θυμωμένη.
-Δεν μπορείς να με ξαναδείς.
Μου χρωστάς 1200 Κιούμπικ!
-1200; Μα νόμιζα 400!
-Έχασα παραπάνω ώρες μαζί σου!
-Έχασες; Ρώτησε απορημένος ο
Πίτερ και έβγαλε 1200 Κιούμπικ και της τα έδωσε. Εκείνη τα άρπαξε και έφυγε.
Ο Πίτερ δεν μπορούσε να
καταλάβει τι την είχε πιάσει τόσο ξαφνικά. Νόμιζε πως θα ήταν μια ξεχωριστή βραδιά
για εκείνη. Άλλωστε ήξερε πως μπορούσε να την βοηθήσει με όλες τις επαφές που
έχει εκείνος. Ξέχασε κι’ όλας το όνειρο που είχε; Με αυτές τις σκέψεις βρέθηκε
μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Συνειδητοποίησε ότι τώρα είχε να
αντιμετωπίσει την Ελέν. Μπαίνει μέσα στο σπίτι και το βρίσκει στολισμένο. Όλα
τα λαμπάκια και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια γέμιζε το σπίτι με μια ζεστή
οικογενειακή ατμόσφαιρα. Μα που είναι η Ελέν; Ο Πίτερ προχώρησε διερευνητικά
μέσα στο σπίτι όταν πρόσεξε ένα γράμμα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το
άνοιξε και άρχισε να διαβάζει:
Πίτερ,
Ήθελα να σου το πω εδώ και
πολύ καιρό, αλλά πλέον τα γεγονότα με αναγκάζουν. Είμαι έγκυος. Και δεν είσαι
εσύ ο πατέρας όπως πολύ καλά ξέρεις. Έφυγα για να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα,
μην μπεις στον κόπο να με ψάξεις. Θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σου για να
τελειώνουμε αυτή την ιστορία μια και καλή. Καλά Χριστούγεννα και να θυμάσαι πως
σ’ αγαπώ.
Ελέν.
Ο Πίτερ τσαλάκωσε το γράμμα
μέσα στο χέρι του και το πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου. Κάθισε στην
πολυθρόνα και κοίταζε τα λαμπάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο που αναβόσβηναν.
Κοίταξε ολόγυρα. Να και κάτι που δεν περίμενε. Ώστε η Ελέν τον απατούσε τόσο
καιρό. Γι’ αυτό και όλες αυτές οι υστερίες. Προσπαθούσε να του φορτώσει διάφορα
για να απαλύνει τις δικές της τύψεις. Και τώρα είναι έγκυος από κάποιον άλλον.
Ο Πίτερ χαμογέλασε αμήχανα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί που τελείωσε η κόλαση
του ή να εκνευριστεί για όσα άδικα είχε τραβήξει τόσο καιρό. Και εκεί,
βλέποντας τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν στο δέντρο, τον πήρε ο ύπνος στην
πολυθρόνα.