Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 1.5


Η ώρα πια είχε προχωρήσει. Ο Πίτερ και η Ντεμπόρα μπήκαν ξανά στο αμάξι.
-Που θα σε αφήσω; Ρώτησε ο Πίτερ
-Εκεί ακριβώς που με βρήκες. Απάντησε η Ντεμπόρα. Δεν ήθελε κάποιος πελάτης να γνωρίζει που μένει, και άσχετα του πόσο καλά πέρασε εκείνη την νύχτα, ο Πίτερ παρέμενε ένας πελάτης.
-Ώστε ήθελες λοιπόν να τραγουδάς… ρώτησε ξανά ο Πίτερ.
Η Ντεμπόρα έβγαλε έναν ήχο σαν απάντηση και έγνευσε θετικά. Άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι. Η κρυστάλλινη και δυνατή φωνή της γέμισε το αυτοκίνητο. Ο Πίτερ ανατρίχιασε με την μελωδικότητα και την αισθαντικότητα της. Μπορούσε ήδη να την φανταστεί στην σκηνή με χιλιάδες θαυμαστές από κάτω να την αποθεώνουν.
-Έχεις καταπληκτική φωνή…
-Ναι.. την πήρα από την μητέρα μου… Εκείνη τραγουδούσε…
-Τραγουδούσε; Δεν ζει πια;
O Πίτερ πάτησε απότομα το φρένο.
-Στο Sea Monster; Το ίδιο και ο πατέρας μου! Είπε έκπληκτος ο Πίτερ
-Αλήθεια; Είχε και ο πατέρας σου ψύχωση με τον…
ΚΥΒΟ! Είπαν και οι δυο μαζί ταυτόχρονα.
-Ναι, ο πατέρας μου έψαχνε πολύ τον γρίφο του Κύβου. Πίστευε ότι κάτι φοβερό θα συμβεί σε περίπτωση που λυθεί μια μέρα. Ποτέ δεν μου είπε αν θα συνέβαινε κάτι καλό ή κακό… Είπε σκεφτικός ο Πίτερ.
-Το ίδιο ακριβώς και η μητέρα μου… Και δεδομένου ότι μέναμε στο Plain Fields έκανε συχνά εξορμήσεις στην περιοχή Χ. Πάντα έλεγε ότι κάποια σχέση έχει με τον Κύβο. Μετά την εξαφάνιση του Sea Monster o πατέρας μου κλείστηκε στον εαυτό του… Και τότε αποφάσισα να φύγω… είπε μελαγχολικά η Ντεμπόρα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχαν φτάσει κι’ όλας στο προορισμό τους. Ο Πίτερ της έπιασε το χέρι.
-Άσε με να σε βοηθήσω… Που μπορώ να σε ξαναδώ;
Εκείνη την στιγμή η Ντεμπόρα συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη ξεφύγει από την επαγγελματική της δεοντολογία και είχε γίνει πλέον πολύ προσωπικό το θέμα. Άνοιξε την πόρτα θυμωμένη.
-Δεν μπορείς να με ξαναδείς. Μου χρωστάς 1200 Κιούμπικ!
-1200; Μα νόμιζα 400!
-Έχασα παραπάνω ώρες μαζί σου!
-Έχασες; Ρώτησε απορημένος ο Πίτερ και έβγαλε 1200 Κιούμπικ και της τα έδωσε. Εκείνη τα άρπαξε και έφυγε.
Ο Πίτερ δεν μπορούσε να καταλάβει τι την είχε πιάσει τόσο ξαφνικά. Νόμιζε πως θα ήταν μια ξεχωριστή βραδιά για εκείνη. Άλλωστε ήξερε πως μπορούσε να την βοηθήσει με όλες τις επαφές που έχει εκείνος. Ξέχασε κι’ όλας το όνειρο που είχε; Με αυτές τις σκέψεις βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Συνειδητοποίησε ότι τώρα είχε να αντιμετωπίσει την Ελέν. Μπαίνει μέσα στο σπίτι και το βρίσκει στολισμένο. Όλα τα λαμπάκια και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια γέμιζε το σπίτι με μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα. Μα που είναι η Ελέν; Ο Πίτερ προχώρησε διερευνητικά μέσα στο σπίτι όταν πρόσεξε ένα γράμμα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει:

Πίτερ,
Ήθελα να σου το πω εδώ και πολύ καιρό, αλλά πλέον τα γεγονότα με αναγκάζουν. Είμαι έγκυος. Και δεν είσαι εσύ ο πατέρας όπως πολύ καλά ξέρεις. Έφυγα για να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα, μην μπεις στον κόπο να με ψάξεις. Θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σου για να τελειώνουμε αυτή την ιστορία μια και καλή. Καλά Χριστούγεννα και να θυμάσαι πως σ’ αγαπώ.
Ελέν.

Ο Πίτερ τσαλάκωσε το γράμμα μέσα στο χέρι του και το πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου. Κάθισε στην πολυθρόνα και κοίταζε τα λαμπάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο που αναβόσβηναν. Κοίταξε ολόγυρα. Να και κάτι που δεν περίμενε. Ώστε η Ελέν τον απατούσε τόσο καιρό. Γι’ αυτό και όλες αυτές οι υστερίες. Προσπαθούσε να του φορτώσει διάφορα για να απαλύνει τις δικές της τύψεις. Και τώρα είναι έγκυος από κάποιον άλλον. Ο Πίτερ χαμογέλασε αμήχανα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί που τελείωσε η κόλαση του ή να εκνευριστεί για όσα άδικα είχε τραβήξει τόσο καιρό. Και εκεί, βλέποντας τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν στο δέντρο, τον πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα.


Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 1.4

Μέσα στην νύχτα, οι ουρές έξω από όλα τα δισκοπωλεία της πόλης είχαν γίνει τεράστιες. Μικροί και μεγάλοι είχαν στηθεί για ώρες περιμένοντας υπομονετικά να ανοίξουν έκτακτα τα μαγαζιά για το πιο μεγάλο μουσικό γεγονός της χρονιάς. Η Τατιάνα Μος έβγαζε τον  καινούριο της άλμπουμ. Τα πιο μεγάλα τηλεοπτικά συνεργεία όπως το BH News24 έκαναν ρεπορτάζ στο πιο μεγάλο δισκοπωλείο της πόλης, το Albumworld, κοντά στην πλατεία του κύβου.
-Πόσες ώρες περιμένετε στην σειρά; Ρώτησε με χαμόγελο η δημοσιογράφος του BH News 24, Μιράντα Σοββόν, τον  πρώτο στην σειρά.
-Περίπου 2 μέρες! Απάντησε ο τύπος γύρω στα 30. Φορούσε ένα μπλουζάκι από το τελευταίο τουρ της Τατιάνας και ένα καπελάκι που είχε υπογράψει πάνω εκείνη.
-Πόσο καιρό είστε φαν; Ρώτησε ξανά η Μιράντα
-Από τότε που ξεκίνησε, 10 χρόνια τώρα! Είναι απλά η καλύτερη! Απάντησε καθώς από πίσω του τον έσπρωχναν άλλοι φαν και χαιρετούσαν την κάμερα.


Πίσω στο αμάξι του Πίτερ, δεν είχε ανταλλάξει ούτε κουβέντα με την Ντεμπόρα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ραδιόφωνο συντονισμένο στο Beatbox. Καθώς περνούσαν έξω από το Albumworld η Ντεμπόρα κοίταξε όλο αυτό τον κόσμο που είχε μαζευτεί.
-Μα τι γίνεται εδώ; Ρώτησε γεμάτη περιέργεια.
-Σήμερα βγαίνει το καινούριο άλμπουμ της Τατιάνας Μος. Απάντησε ο Πίτερ αδιάφορα.
-Σταμάτα λίγο!
Ο Πίτερ σταμάτησε το αμάξι και κοίταξαν μαζί το πλήθος που είχε μαζευτεί. Υπήρχε μια ανησυχία στον κόσμο, μια ανατάραξη, και ξαφνικά μια μαύρη λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά. Ξαφνικά έσπευσαν από παντού φωτογράφοι καθώς η Τατιάνα κατέβαινε από την λιμουζίνα και χαιρετούσε το πλήθος, συνοδευόμενη πάντα από τον Παύλο Μιτρόφ. Έσκασε έτσι «μη προγραμματισμένα» για να υπογράψει σε μερικούς τυχερούς το νέο της άλμπουμ.
-Δεν το πιστεύω! Είναι η Τατιάνα Μος! Αναφώνησε με έκπληξη η Ντεμπόρα.
-Σου αρέσει η Τατιάνα;  
-Ναι, τραγουδούσα, γι’ αυτό και μετακόμισα στο New Town, ήθελα να γίνω σαν και εκείνη.
-Τραγουδούσες; Δεν τραγουδάς πια; Και πως βρέθηκες να…
-Κάποια πράγματα δεν μπορούν να γίνουν. Διέκοψε τον Πίτερ απότομα η Ντεμπόρα. Ξεκίνα τώρα! Συνέχισε και τράβηξε μια τζούρα από την πίπα της.
Ο Πίτερ ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε. Δεν ήταν η μόνη που ήθελε να γίνει σαν την Τατιάνα Μος. Ο δρόμος για το Flashway δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Πρέπει να έχεις τις σωστές γνωριμίες και να είσαι έτοιμος να πουλήσεις την ψυχή σου στον διάβολο. Που να βρει ένα νέο κορίτσι τα μέσα για να πραγματοποιήσει αυτό που θέλει; Ο Πίτερ άρπαξε την φωτογραφική μηχανή από το πίσω κάθισμα.
-Κατέβα. Είπε στην Ντεμπόρα ανοίγοντας βιαστικά την πόρτα να βγει έξω.
-Μα τι λες; Είσαι τρελός; Μπες μέσα!
Ο Πίτερ πήγε από την μεριά της Ντεμπόρα και της άνοιξε την πόρτα τραβώντας την έξω.
-Σήμερα θα γνωρίσεις την Τατιάνα Μος!
-Μα πως… πήγε να ρωτήσει η Ντεμπόρα αλλά ήδη την είχε τραβήξει μέσα στο πλήθος από το χέρι.
Η Τατιάνα είχε μπει ήδη στο κατάστημα και οι πόρτες άνοιξαν. Το πλήθος μπούκαρε με πανικό και έτρεξαν κατευθείαν στα ράφια και στην Τατιάνα που γύρω της είχε σταθεί η προσωπική της ασφάλεια. Μέσα στο στριμωξίδι, ο Πίτερ έψαχνε τρόπο να φτάσει κοντά στην πόρτα κρατώντας σφικτά από το χέρι την Ντεμπόρα. Ξαφνικά πρόσεξε τον Παύλο στην πόρτα.
-Παύλο! Φώναξε ο Πίτερ σηκώνοντας το χέρι. Ο Παύλος, που άκουσε το όνομα του, κοίταξε γύρω στο πλήθος. Είδε το σηκωμένο χέρι του Πίτερ και σήκωσε το χέρι του σαν απάντηση να περιμένει. Δεν περνάει πολύ ώρα και έρχεται ο Παύλος με την βοήθεια μερικής προσωπικής ασφάλειας στον Πίτερ.
-Πίτερ! Τι χαρά! Τι σε φέρνει από εδώ; Φώναξε στο αυτί του Πίτερ
-Η κοπέλα θέλει να γνωρίσει την Τατιάνα!
Ο Παύλος κοίταξε την Ντεμπόρα, χαμογέλασε και έσκυψε πάλι στο αυτί του Πίτερ
-Ωραία επιλογή, πόσα παίρνει; Τελοσπάντων, ακολουθήστε!
Με την βοήθεια πλέον της ασφάλειας, οι τρεις τους έφτασαν μπροστά στην Τατιάνα που τελείωνε την υπογραφή σε ένα άλμπουμ. Μόλις είδε τον Πίτερ σηκώθηκε όρθια.
-Πίτερ! Τι ωραία έκπληξη! Είπε φιλώντας τον στον αέρα. Βλέπεις τι γίνεται; Θα σκίσει το άλμπουμ! Συνέχισε βλέποντας την Ντεμπόρα που κρατούσε σφιχτά το χέρι του Πίτερ. Φαινόταν χαμένη, γινόταν όλα τόσο γρήγορα για εκείνη. Η Κοπέλα; Ρώτησε η Τατιάνα.
-Από εδώ η Ντεμπόρα, είναι θαυμάστρια σου, τραγουδούσε κι’ όλας!
-Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω! Είπε η Ντεμπόρα απλώνοντας το χέρι της. Η Τατιάνα την κοίταξε με ένα σνομπ ύφος από πάνω μέχρι κάτω. Χαμογέλασε υποκριτικά, όπως σε όλους άλλωστε, και της έδωσε το χέρι της. Έσκυψε στο αυτί του Πίτερ.
-Σοβαρά Πίτερ; Πουτάνα πολυτελείας; Εγώ είμαι πολυτελείας και δεν θα σου πάρω χρήματα…
-Η Ντεμπόρα ήθελε να σε γνωρίσει. Να σας βγάλω μια φωτογραφία μαζί;

-Μα φυσικά… Είπε η Τατιάνα και πόζαρε μαζί με την Ντεμπόρα στον φακό του Πίτερ. Και αφού είσαι φίλη του Πίτερ, θα σου κάνω δώρο το νέο μου άλμπουμ… 

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 1.3

Η Ντεμπόρα βγήκε από το μπάνιο γυμνή και πατώντας στις άκρες των δαχτύλων της, έφτασε ως την άλλη άκρη του δωματίου. Άνοιξε την μουσική και την έβαλε στο τέρμα. Κοιτάχτηκε στον ολόσωμο καθρέφτη και ανακάτεψε τα κοντά μαύρα μαλλιά της. Άρχισε να χορεύει απαλά στον ρυθμό της μουσικής καθώς γλιστρούσε στο κορμί της το μαύρο στενό διάφανο couture φόρεμα του Τζίτζι Ντε Φέρο που κάλυπτε μονάχα τα επίμαχα σημεία. Άρχισε να βάφει με γήινα χρώματα τα μπλε μάτια της και έπειτα πρόσθεσε ψεύτικες βλεφαρίδες. Έπιασε το κατακόκκινο κραγιόν και άρχισε να βάφει τα σαρκώδη χείλη της.  Κοίταξε το πρόσωπο της. Τέλειο, σκέφτηκε. Είχε έρθει η στιγμή για την τελευταία πινελιά της μεταμόρφωσης της. Έπιασε την περούκα με τα καρέ μαλλιά και τις αφέλειες. Την στερέωσε με προσοχή, κοιτάχτηκε, και έφτιαξε λίγο με τα χέρια της τις λεπτομέρειες.



Άλλη μια βραδιά που ο Πίτερ ήταν στο αυτοκίνητο και σκεφτόταν πως θα γυρίσει σπίτι. Ήξερε όπως πάντα πως η Ελέν θα τον περίμενε ξύπνια και θα άρχιζε πάλι τις φωνές. Είναι γνωστό πια το σκηνικό. Καθώς σταμάτησε στο φανάρι κοίταξε δίπλα του ένα ζευγαράκι νεαρής ηλικίας να φιλιέται. Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια παρέα είχε αράξει, κάνανε αστεία, γελούσαν και πίνανε μπύρες. Του ήρθαν όλα ξαφνικά. Πόσο καιρό είχε να φλερτάρει; Πόσο καιρό είχε να γελάσει; Να πιει μια μπύρα; Πόσο καιρό είχε να ζήσει; Θύμωσε με τον εαυτό του όταν συνειδητοποίησε πόσο παθητικός είχε γίνει με όλα όσα του συμβαίνουν. Το πράσινο φανάρι είχε ανάψει και όλα τα αυτοκίνητα πίσω του κορνάρανε. Έδωσε στον εαυτό του λίγο ακόμα χρόνο. Πρέπει να κάνει κάτι. Πρέπει. Κάνει ένα επικίνδυνο ελιγμό αλλάζοντας κατεύθυνση προς το New Town. Αποφεύγει τελευταία στιγμή μια σύγκρουση με ένα διερχόμενο αμάξι και πατάει το γκάζι καθώς του κορνάρανε και τον βρίζανε οι άλλοι οδηγοί.  Σταμάτησε απέναντι από ένα μπαράκι. Ο δρόμος φωτιζόταν από την νέον πινακίδα του, αλλά δεν πρόσεξε καν το όνομα του. Απλώς του άρεσε η μουσική που ακουγόταν μέχρι έξω. Ξαφνικά κάποιος του χτύπησε το τζάμι του οδηγού. Γυρίζει το κεφάλι του και παγώνει. Ήταν τόσο σαγηνευτική. Έμεινε να την κοιτάει αποσβολωμένος. Εκείνη τράβηξε μια τζούρα από την μακριά πίπα της και του έκανε νόημα να κατεβάσει το παράθυρο. Του φυσάει τον καπνό στην μούρη.
-Ψάχνεις για παρέα; Ο Πίτερ δεν μπόρεσε να απαντήσει. 400 παίρνω… είπε ξανά εκείνη και έκανε τον γύρο του αμαξιού για να μπει στην θέση του συνοδηγού. Την ακολουθούσε με τα μάτια του. Όλες οι κινήσεις της είχαν τόση θηλυκότητα και χάρη. Πως μπόρεσε να μην προσέξει ότι σταμάτησε μπροστά της; Κλείνει την πόρτα.
-Που πάμε; Ρώτησε η Ντεμπόρα αδιάφορα παίρνοντας άλλη μια τζούρα.
-Δεν έχεις κάτι να προτείνεις; Είπε για πρώτη φορά ο Πίτερ.
Η Ντεμπόρα κοίταξε το χέρι του και πρόσεξε την βέρα. Της ξέφυγε ένα γελάκι. Δεν ήταν ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος παντρεμένος που ψάχνει για τέτοιου είδους παρέα.
-Γιατί γελάς;
Η Ντεμπόρα κοίταξε μέσα στα μάτια τον Πίτερ.

-Τίποτα. Ξεκίνα.