Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Interlude 1 - Η Γέννηση του Κύβου

Ο Κύβος βρίσκεται στην καρδιά του Boxhall. Το παγκόσμια γνωστό σύμβολο της πόλης που κάνει μια κίνηση κάθε ώρα, αποτελεί τον πόλο έλξης όλων των τουριστών αλλά και των κατοίκων της πόλης. Ακόμα όμως και για τους κάτοικους, ο ίδιος ο Κύβος παραμένει ένα μεγάλο αίνιγμα. Πολλοί μύθοι ακούγονται για το τι θα συμβεί σε περίπτωση που λυθεί ο Κύβος, αλλά ίσως είναι το μεγαλύτερο μυστήριο που πήρε μαζί του ο ιδρυτής της Πόλης, ο Leo De Stino, την ημέρα που εξαφανίστηκε. Ακόμα και η εξαφάνιση του αποτελεί ένα μεγάλο αίνιγμα για τους ιστορικούς του Boxhall που επέμεναν πως η γέννηση του Κύβου θα έδινε τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτηματικά. Πάμε λοιπόν να γνωρίσουμε την περίφημη γέννηση του Κύβου.
Όταν έφτασε ο Leo De Stino στην κοιλάδα του Paradise Plain, μαγεύτηκε από την ομορφιά του τοπίου. Αποφάσισε πως εκεί θα ιδρύσει την πιο ισχυρή πόλη στον κόσμο. Αυτό που παραξενεύει όμως όλους τους ιστορικούς είναι το γεγονός πως πριν φτιάξει οτιδήποτε, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κατασκευάσει τον περίφημο Κύβο. Είχε δώσει την εντολή πως τίποτα δεν θα συνεχίσει αν δεν κατασκευαστεί και μπει σε λειτουργία ο Κύβος. Λέγεται ότι κατά την ολοκλήρωση του, ο Leo De Stino ζήτησε απ’ όλους να αποχωρήσουν για να βάλει το τελευταίο κομμάτι του. Έτσι, ποτέ κανείς δεν έχει δει τον Κύβο να είναι λυμένος πέρα από τον ίδιο τον εμπνευστή του. Πρόσφατα βρέθηκαν κάποιες παλιές φωτογραφίες με την κατασκευή του Κύβου, όμως οι ιστορικοί δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ποιο είναι το μυστικό που κρύβει η λύση του.







Όλα τα υπόλοιπα χάνονται στην ομίχλη της συνωμοσιολογίας. Κάποιοι λένε ότι το σημείο που επέλεξε να φτιάξει τον Κύβο δεν είναι τυχαίος, είναι ένας τόπος ισχυρής Δύναμης. Ο ίδιος ο Leo De Stino είχε δηλώσει πως «Ο Κύβος είναι το σύμβολο του Boxhall, αυτός η Δύναμη…». Το μόνο σίγουρο είναι πως το Boxhall αναπτύχθηκε με πρωτόγνωρη ταχύτητα: Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια έγινε η μεγαλούπολη που γνωρίζουμε σήμερα. Και ενώ όλα πήγαιναν καλά… μια μέρα ο Leo De Stino εξαφανίζεται! Επικράτησε πανικός στους κατοίκους του Boxhall αφού έχασαν τον ιδρυτή και τον δήμαρχο της πόλης τους που τόσο αγαπούσαν. Ο Leo De Stino παραμένει αγνοούμενος μέχρι και σήμερα. Κάποιοι λένε ότι τον δολοφόνησαν οι πολιτικοί αντίπαλοι του για το δημαρχείο της πόλης. Άλλοι λένε πως αυτοκτόνησε. Άλλοι πως το απήγαγαν οι εξωγήινοι. Άλλοι πως έφυγε σε άλλο μέρος του κόσμου. Φαίνεται όμως ότι το μυστικό του Κύβου χάθηκε μαζί του.
Κάποιοι όμως συνωμοσιολόγοι δεν συμφωνούν σε αυτό. Υπάρχει μια μικρή ομάδα ανθρώπων στο Boxhall που γνωρίζουν τα μυστικά του Κύβου από τον ίδιο τον Leo De Stino. H ομάδα ονομάστηκε ο Κύκλος των Χαμένων Κυβιστών, αλλά φυσικά δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη της πέρα από τις συνωμοσιολογικές θεωρίες.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Κεφάλαιο 1.10

Ο Πίτερ και η Ντεμπόρα κάθισαν στο «Μωβ Κοχύλι» στο Palm Beach. Στο μικρό τραπεζάκι με τα κόκκινα τραπεζομάντιλα υπήρχαν γιασεμί και ένα μικρό λυχναράκι. Αφού παράγγειλαν μερικά τοπικά εδέσματα, έμειναν μόνοι. Δεν μιλούσε κανείς από τους δυο. Σιωπή. Δεν ήξεραν από πού να ξεκινήσουν. Τελικά πήρε ο Πίτερ την απόφαση.
-Ήρθε η ώρα να εξηγηθούμε μια και καλή.
-Ναι, θα ήθελα να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία.
-Κατ’ αρχάς πως βρήκες το σπίτι μου; Το μαχαίρι; Το όπλο; Είσαι τόσο μικρή για να είσαι τόσο σκληρή.
Η Ντεμπόρα χαμογέλασε.
-Ξεχνάς ποια είναι η δουλειά μου. Έχω και εγώ τις διασυνδέσεις μου για να μπορώ να μαθαίνω πράγματα. Όσο για την σκληρότητα μου… κάπως πρέπει να προστατεύομαι τις νύχτες, δεν νομίζεις;
-Έχεις τόσο γερό στομάχι; Ρώτησε ξανά ο Πίτερ
-Το αποκτάς. Είναι θέμα ζωής και θανάτου.
-Μα πραγματικά δεν θες να τα αλλάξεις όλα αυτά;
Τα φαγητά ήρθανε και η συζήτηση διακόπηκε. Η Ντεμπόρα έκανε λίγο στην άκρη για να αφήσει ο σερβιτόρος τα πιάτα στο τραπέζι. Ο Πίτερ δεν την άφηνε από τα μάτια του. Είχε καρφωθεί στο πρόσωπο της. Ο Σερβιτόρος έφυγε και αρχίσανε να τρώνε.
-Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί επιμένεις να κάνω κάτι που δεν θέλω. Συνέχισε η Ντεμπόρα
-Να γίνεις τραγουδίστρια δεν ήταν το όνειρο σου; Μπορώ να σε βοηθήσω να το πραγματοποιήσεις. Μπορείς να αφήσεις ότι κάνεις τώρα και το Flashway είναι εκεί και σε περιμένει να το κατακτήσεις.
Η Ντεμπόρα άφησε το πιρούνι στο πιάτο  και τον κοίταξε λοξά.
-Τώρα πραγματικά, εσύ που γνωρίζεις καλύτερα το Flashway, πιστεύεις ότι είναι λιγότερο επικίνδυνο από αυτό που κάνω; Πιστεύεις ότι είναι τόσο λαμπερό όσο το φλας της φωτογραφικής μηχανής σου;



Ο Πίτερ κόλλησε. Ήξερε πολύ καλά ότι η Ντεμπόρα είχε δίκιο σε αυτό. Τα φώτα απλά σε τυφλώνουν για να μην βλέπεις την σαπίλα που υπάρχει.
-Άκου λοιπόν. Συνέχισε η Ντεμπόρα βλέποντας την σιωπή του Πίτερ. Ξεκίνησα για να κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα όπως λες. Όμως στην πορεία μπήκαν άλλες προτεραιότητες. Η μητέρα μου εξαφανίστηκε και έχω τον πατέρα μου.
Ο Πίτερ πήγε να μιλήσει αλλά η Ντεμπόρα του έβαλε το χέρι στο στόμα και συνέχισε:
-Ανακάλυψα λοιπόν ότι αυτό που θέλω είναι να είμαι με τους ανθρώπους που αγαπώ. Τον πατέρα μου, τους φίλους μου. Κάτι πιο σημαντικό από την διασημότητα είναι να μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερη και να ζω στο έπακρο τις στιγμές χωρίς να καραδοκούν παντού, και συγνώμη που στο λέω, παπαράτσι. Αποδέξου λοιπόν τις επιλογές μου και σταμάτα όλη αυτή την τρέλα που δημιούργησες. Σταμάτα να θες να με φυλακίσεις μπροστά σε έναν φωτογραφικό φακό.
Ο Πίτερ κατέβασε το βλέμμα. Για πρώτη φορά ένιωσε πιο ανώριμος απ’ ότι το κορίτσι απέναντι του. Θυμήθηκε πως κυνηγώντας τα δικά του όνειρα, έχασε τις μικρές στιγμές της χαράς. Συνειδητοποίησε ότι καμιά φορά τα μεγάλα όνειρα πεθαίνουν μπροστά στην μεγαλειότητα της απλότητας. Όπως εκείνη η παρέα που τραγουδούσε στον δρόμο την νύχτα που γνώρισε την Ντεμπόρα. Άλλωστε αυτό έψαχνε εκείνη την νύχτα, την απλότητα της στιγμής. Αυτό ερωτεύτηκε στην Ντεμπόρα.
Η Ντεμπόρα σκούπισε το στόμα της και σηκώθηκε για να φύγει. Ο Πίτερ πετάχτηκε κατευθείαν και της έπιασε το χέρι.
-Μείνε! Την παρακάλεσε. Η Ντεμπόρα γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Ήθελα να σου πω πως….
Η Ντεμπόρα έβαλε για μια ακόμα φορά το χέρι της στο στόμα για να τον κάνει να σιωπήσει.
-Μην το πεις.  Μην ζητήσεις πράγματα που δεν μπορώ να σου δώσω εγώ.
Του δίνει αργά ένα φιλί στο μάγουλο και άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο. Σκούπισε με τρόπο τα μάτια της για να μην φανούν τα δάκρυα. Και ο Πίτερ έμεινε εκεί σιωπηλός να την βλέπει να απομακρύνεται. Με τα μάτια του καρφωμένα πάνω της προσπαθούσε να κρατήσει στο μυαλό του τον τρόπο που κινούταν… τον τρόπο που μιλούσε… το πρόσωπο της… εκείνη….

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Κεφάλαιο 1.9

Ένα τσούρμο παπαράτσικυνηγούσε την Τατιάνα Μος στο Flashway. Είχε τόσο ανάγκη να πιει μια μαργαρίτα στο αγαπημένο της μπαράκι, το «Λιοντάρι», που φυσικά ήταν και το πιο ξακουστό στην περιοχή για τα κοκτέιλ του. Ο Παύλος της άνοιξε την πόρτα και εκείνη μπήκε μέσα χωρίς να βγάλει τα γυαλιά της και κατευθύνθηκε σε ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία. Κάθισε και χαιρέτισε χαμογελώντας υποκριτικά στα φλας που αναβόσβηναν. Άλλωστε ένας από τους λόγους που βγήκε ήταν για να την συζητούν την επόμενη μέρα. Ο Παύλος κάθισε απέναντι της. Ο Σερβιτόρος ήρθε και τους πήρε παραγγελία.
-Ελπίζω να πιάσει το κόλπο. Έχω βαρεθεί να μιλάνε τις τελευταίες μέρες για την τσουλάρα. Είπε η Τατιάνα στον Παύλο την ίδια στιγμή που συνέχιζε να χαμογελάει υποκριτικά απ’ έξω.
-Έβαλα τους δικούς μου να ψάξουν πως ξεκίνησε το θέμα. Ο Πίτερ είναι ο υπεύθυνος.
-Γι’ αυτό έχει πάψει να με κυνηγάει για φωτογραφίες. Ο Αχάριστος. Θα τον καταστρέψω.
-Όχι ακόμα. Δυστυχώς τον χρειαζόμαστε. Ξέρει να δημιουργεί σκάνδαλα όσο κανείς άλλος.
-Δεν νομίζω να χρειαστεί…. Η Τύχη μας χαμογέλασε.. είπε η Τατιάνα και έκρυψε το πρόσωπο της.



Οι παπαράτσι απ’ έξω άρχισαν να φωνάζουν. Επικρατούσε πανικός. Τα φλας άρχισαν να αστράφτουν δυο φορές περισσότερο απ’ ότι πριν. Ο Παύλος κοίταξε προς την πόρτα και βλέπει την Ντιάνα Φίσερ.
Η Ντιάνα Φίσερ είναι τραγουδίστρια και θεωρητικά η μεγαλύτερη αντίπαλος της Τατιάνας. Στα 50 της, ήδη πολλοί την αποκαλούν βασίλισσα της μουσικής, αφού είναι η γυναίκα που άνοιξε την πόρτα σε όλες τις υπόλοιπες. Όμως η Τατιάνα είχε μπει δυναμικά στην μουσική, οι πωλήσεις και οι εμφανίσεις της, έβαλε σε αμφισβήτηση τον τίτλο της Ντιάνα. Ο Τύπος είναι εκείνος που έχει κατασκευάσει την κόντρα των δυο γυναικών, και εκείνες φροντίζουν να την τροφοδοτούν με δηλώσεις και κάθε άλλο μέσον. Άλλωστε τους συμφέρει στο παιχνίδι της δημοσιότητας.
Η Ντιάνα κοίταξε τον χώρο του μαγαζιού και μόλις είδε την Τατιάνα κατευθύνθηκε με την παρέα της στην ακριβώς απέναντι μεριά. Οι Παπαράτσι απ’ έξω είχαν αρχίσει να φωνάζουν πια, είχαν κατενθουσιαστεί που οι δυο αντίπαλες βρισκόταν στο ίδιο χώρο. Κάτι τέτοιο είχε να συμβεί από τα προηγούμενα βραβεία, όπου η Ντιάνα και η Τατιάνα ήταν και οι δυο υποψήφιες για την καλύτερη τραγουδίστρια της χρονιάς και είχε κερδίσει η Ντιάνα.
Ο Σερβιτόρος έφερε τα ποτά στο τραπέζι της Τατιάνας και του Παύλου.
-Αύριο η τσουλάρα θα έχει εξαφανιστεί από τα εξώφυλλα. Είπε η Τατιάνα στον Παύλο. Αύριο όλοι θα μιλάνε για την συνάντηση μου με την Ντιάνα.

Η Τατιάνα σηκώθηκε από την καρέκλα της χωρίς να ακουμπήσει καν το ποτό της. Ο Παύλος ακολούθησε. Η Τατιάνα φτάνοντας στην πόρτα απέφυγε με επιδεικτικό τρόπο να συναντήσει έστω και το βλέμμα της Ντιάνα, τόσο επιδεικτικά ώστε να το φωτογραφήσουν οι δεκάδες παπαράτσι που βρισκόταν απ’ έξω. Αυτή η έξοδος ήταν πραγματικός θρίαμβος για την δημοσιότητα που έψαχνε η Τατιάνα.  

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Κεφάλαιο 1.8

Η Ντεμπόρα καθόταν στον καναπέ του σπιτιού της και έβλεπε τηλεόραση φανερά εκνευρισμένη. Είχαν περάσει ήδη 24 ώρες από την διορία που είχε δώσει στον Πίτερ μα οι εφημερίδες δεν έλεγαν να σωπάσουν να λένε για εκείνη. Αντιθέτως, όσο περνούσαν οι ώρες, μιλούσαν και πιο πολύ. Άλλαζε τα κανάλια συνεχώς, χωρίς όμως να προσέχει τι παίζουν. Όταν από την άλλη μιλούσαν για εκείνη, έβριζε μόνη της. Η συγκάτοικος της Ντεμπόρα, η Άλισον, πήγε και κάθισε δίπλα της.
-Ξεκόλλα λίγο επιτέλους! Κάποια στιγμή θα σταματήσουν!
-Ρε συ, δεν μπορώ ούτε να πάω για δουλειά!
-Μα τι θέλει από σένα επιτέλους αυτός ο τύπος;
-Έλα ντε… απάντησε η Ντεμπόρα και ξανακόλλησε τα μάτια της στην τηλεόραση. Η Άλισον πήρε ένα μαξιλαράκι του καναπέ και της το πέταξε στο κεφάλι παιχνιδιάρικα.
-Ξέρω πως θα σου φτιάξω το κέφι. Γνώρισα έναν τύπο χθες, και μου ζήτησε ραντεβού. Θα έρθει σε λίγο από εδώ και του είπα να φέρει κάποιον φίλο του.
-Πάλι ανακατεύεσαι; Σου έχω πει δεν θέλω κανέναν. Άσε μας κουκλίτσα μου με τα γκομενικά!
-Άντε πήγαινε να ετοιμαστείς, όπου να’ ναι φτάνουν. Η Άλισον πήρε μια σκεφτική έκφραση και συνέχισε: Φαντάζεσαι να φέρει τον τύπο που σε ψάχνει;
Η Ντεμπόρα πέταξε στην Άλισον το μαξιλαράκι πίσω, με δύναμη αυτή την φορά.
-Αν έρθει αυτός ο Πίτερ εδώ, σε έχω σκίσει!
Η Άλισον γέλασε σατανικά. Θα ήταν διαβολική σύμπτωση. Αλλά αυτά συμβαίνουν μόνο σε ταινίες και σε κάτι δευτεροκλασάτα αποτυχημένα μυθιστορήματα. Το κουδούνι χτύπησε και πήγε να ανοίξει την πόρτα.

-Δες ποιος είναι πρώτα! Της φώναξε η Ντεμπόρα.
-Λες να είναι παπαράτσι; Απάντησε η Άλισον και κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Και έπειτα ανοίγει την πόρτα.
-Μπιλ! Καλώς ήρθες! Περάστε μέσα!
Ο Μπιλ μπαίνει μέσα και από πίσω ακολουθεί ο φίλος του. Γυρίζει το κεφάλι της η Ντεμπόρα, βλέπει τον Πίτερ και τα χάνει. Γυρνάει προς την  Άλισον.
-Ε είσαι πολύ ηλίθια!
Η Άλισον παγώνει καθώς καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν σαν να βρίσκεται όντως σε αποτυχημένο δευτεροκλασάτο μυθιστόρημα. Έσκυψε στο αυτί του Μπιλ και ψιθύρισε:
-Τουλάχιστον εσύ είσαι όντως ο Μπιλ; Εκείνος γέλασε.
-Ναι, πάμε εμείς μέσα να κάνουμε τα δικά μας. Είπε, την πήρε από το χέρι και πήγαν στο δίπλα δωμάτιο. Η Ντεμπόρα είχε μείνει ακίνητη και ο Πίτερ την κοιτούσε και χαμογελούσε.
-Μπορώ να κάτσω και εγώ; Είπε ο Πίτερ διστακτικά και πήγε να κάτσει στον καναπέ.
-Βλέπω δεν φοβήθηκες από χθες. Θα μου πεις επιτέλους τι θέλεις από μένα;
Ο Πίτερ έπιασε ένα ποτήρι από το τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ, και το γέμισε με ουίσκι από το μπουκάλι που βρισκόταν δίπλα.
-Θέλω να σου δώσω μια ευκαιρία να κάνεις αυτό που ήθελες. Απάντησε πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του.
-Κάνω ήδη αυτό που θέλω.
-Είσαι πολύ μικρή ακόμα για να με ξεγελάσεις. Μπορείς να ξεγελάς τον εαυτό σου όσο θέλεις αλλά όχι εμένα.
-Μα γιατί επιμένεις τόσο για κάτι που δεν θέλω;
-Γιατί… Ο Πίτερ κόλλησε. Πλησίασε με το σώμα του λίγο πιο κοντά. Γιατί….
Ξαφνικά ακούστηκαν από το δίπλα δωμάτιο κάποιοι σεξουαλικοί ήχοι. Η Ντεμπόρα κούνησε το κεφάλι της και στριφογύρισε τα μάτια της. Σηκώθηκε από τον καναπέ απότομα.
-Πάμε να φύγουμε από εδώ. Κέρδισες. Ήρθε η ώρα για εξηγήσεις.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Κεφάλαιο 1.7

Ο Πίτερ περίμενε ανυπόμονος για νέα καθισμένος στον υπολογιστή. Το τηλέφωνο δεν είχε χτυπήσει καθόλου. Μα πως γίνεται να εξαφανίστηκε εντελώς από την πόλη; Έκλεισε τις ειδήσεις και άνοιξε να διαβάσει το Ποντικοδρόμιο και έπειτα το «Σιγά τ’αυγά» ,δυο  blog που παρακολουθεί πάντοτε πιστά. Κουνούσε το πόδι του νευρικά. Συνήθως οι δημοσιογράφοι βρίσκουν πάντα αυτό που θέλουν. Λες να εγκατέλειψε την πόλη; Οι σκέψεις του διακόπηκαν από το κουδούνι της πόρτας. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και κοίταξε από το ματάκι. Μια ξανθιά άγνωστη γυναίκα περίμενε απ’ έξω εκνευρισμένα. Άνοιξε την πόρτα.
-Μάλλον λάθος κάνετε, ποιον ζητάτε; Είπε ο Πίτερ αλλά πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του η άγνωστη ξανθιά του ρίχνει ένα δυνατό χαστούκι.
-Καλά, είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας! Φώναξε εκείνη και μπήκε με τσαμπουκά στο σπίτι. Ο Πίτερ έμεινε άναυδος να κρατάει το μάγουλο του.
-Γνωριζόμαστε; Κατάφερε να ψελλίσει. Εκείνη τον τράβηξε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα. Με μια κίνηση έβγαλε την ξανθιά περούκα της μένοντας με το πολύ κοντό μαύρο μαλλί της. Ο Πίτερ την κοίταξε καλύτερα.
-Ντεμπόρα;;;; Μα… πως….
-Τι σκατά θες από μένα; Τι θέλει η φωτογραφία μου σε όλα τα εξώφυλλα εφημερίδων;
-Ήθελα να σε ξαναδώ. Μα πως με βρήκες; Είπε ο Πίτερ κρατώντας ακόμα το μάγουλο του. Προφανώς ήταν τόσο δυνατό χαστούκι που είχαν αποτυπωθεί τα δάχτυλα της επάνω.
-Έχω και εγώ τα δικά μου μέσα. Άλλωστε μπορώ να μεταμορφώνομαι σε όποια θέλω. Λοιπόν, πάρε τα σκυλιά σου και πες τους να σταματήσουν να με ψάχνουν. Πες τους να τελειώνουν την ιστορία εδώ.
-Αλλιώς… τι; Ρώτησε ο Πίτερ και την πλησίασε περίεργος να δει τι θα ακούσει. Η Ντεμπόρα τον πλησίασε ακόμα περισσότερο, και έβαλε τα χείλια της μερικά χιλιοστά μακριά από τα δικά του. Ο Πίτερ ένιωσε μια απίστευτη ένταση και μια έλξη σαν την μύγα σε υπεριώδεις λυχνίες.
-Παίζεις με την φωτιά μικρή… είπε και έκανε την κίνηση να ακουμπήσει τα χείλια της όταν ένιωσε μια παγωμένη λεπίδα στο λαιμό του και σταμάτησε.
-Μην ανησυχείς, είμαι καλή στους εμπρησμούς. Δεν με γνωρίζεις καθόλου.
-Αυτό μπορεί να λυθεί πολύ εύκολα… ο Πίτερ με μια απότομη κίνηση την αφοπλίζει πετώντας το στιλέτο στο πάτωμα.
-Δεν νομίζω. Είπε ξανά και του έβαλε ένα όπλο στον κρόταφο με το άλλο χέρι. Το όπλισε και ο Πίτερ αυτή την φορά πάγωσε. Η Ντεμπόρα χαμογέλασε, κατέβασε το όπλο και έπιασε το στιλέτο από το πάτωμα.
-Έχεις 48 ώρες για να σωπάσουν όλες οι εφημερίδες να μιλάνε για μένα… Είπε βγαίνοντας από την πόρτα και βάζοντας πάλι την ξανθιά περούκα της.
-Είσαι άγρια και μ’ αρέσεις… μονολόγησε ο Πίτερ καθώς την έβλεπε να εξαφανίζεται στον διάδρομο.


Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Κεφάλαιο 1.6

Με την Ελέν να έχει φύγει, είχε φύγει και ένα βάρος στον Πίτερ. Ένιωθε ξανά ελεύθερος να ζήσει, πως το Boxhall ήταν μια άλλη πόλη γεμάτη προκλήσεις, εμπειρίες, και διψούσε να την κατακτήσει. Είχε πάρα πολλά χρόνια να ζήσει αυτό το συναίσθημα. Και το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να ξαναβρεί εκείνη την κοπέλα. Πήρε την εκτυπωμένη φωτογραφία της με την Τατιάνα και άρχισε να πηγαίνει στο σημείο που την είχε συναντήσει με την δικαιολογία να της την δώσει. Άδικα όμως έψαχνε. Όσες βραδιές και να είχε πάει, ποτέ δεν μπόρεσε να την βρει. Άρχισε να ρωτάει άλλες κοπέλες μήπως ξέρουν κάτι γι’ αυτήν αλλά καμία δεν την ήξερε. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν, ο Πίτερ ήταν σίγουρος πως θα τον περνούσαν για μπάτσο και δεν του έλεγαν την αλήθεια. Αποφάσισε λοιπόν να βάλει άλλα μέσα για να βρει αυτό που θέλει. Ήδη την επόμενημέρα όλες οι εφημερίδες είχαν την φωτογραφία της στα εξώφυλλα. Αφού δεν μπορούσε ο ίδιος να την βρει, τότε ας την βρει η διασημότητα. Ένα τσούρμο δημοσιογράφοι που ξαφνικά ενδιαφέρονται να μάθουν για εκείνη τα πάντα. Το μόνο που είχε να κάνει είναι να περιμένει, και ο πρώτος που θα είχε πληροφορίες για εκείνη θα τον έπαιρνε τηλέφωνο. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει. Και όντως δεν πέρασε πολύ ώρα και χτύπησε το τηλέφωνο. Κοίταξε την αναγνώριση. Η Τατιάνα Μος. Όχι ρε γαμώτο σκέφτηκε.
-Παρακαλώ; Είπε τάχα αδιάφορα ο Πίτερ.
-Τι είναι αυτές οι μαλακίες πάλι; Ακούστηκε εξοργισμένη η Τατιάνα από την άλλη άκρη.
-Για την φωτογραφία λες;
-Φυσικά και λέω για την φωτογραφία με το πουτανάκι σου. Άκου να σου πω, δεν θα παίξεις μαζί μου για να κάνεις εκείνη διάσημη το κατάλαβες; Μπορώ να σε καταστρέψω!
-Ηρέμησε Τατιάνα, ηρέμησε. Την φωτογραφία όντως εγώ την έστειλα. Αλλά την έδωσα επειδή μου ζήτησαν φωτογραφία από εκείνη την βραδιά. Δεν ήξερα πως θα γράψουν τελικά για εκείνη. Ξέρεις τους δημοσιογράφους….
Η Τατιάνα έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ήξερε πολύ καλά πως οι δημοσιογράφοι διαστρεβλώνουν τα πράγματα και πως πάνε να βγάλουν είδηση από το πουθενά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το αντιμετώπιζε.
-Ελπίζω να μην λες ψέματα γιατί θα σε καταστρέψω! Είπε η Τατιάνα πάλι εξοργισμένη και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Πίτερ όντως της έλεγε ψέματα. Αλλά άξιζε το ρίσκο.



Χιλιόμετρα πιο βόρεια, στο Plain Fields, η Ντεμπόρα μπήκε στο σπίτι αφού βράδιασε έξω. Είχε πάει στο πατρικό της σπίτι για τις γιορτές, να βοηθήσει και τον πατέρα της στην φάρμα. Μια φάρμα που, μετά την εξαφάνιση της μητέρας της, ο πατέρας είχε σχεδόν εγκαταλείψει. Κάθισε κουρασμένη σε μια καρέκλα αφού όλη μέρα φρόντιζε τα ζώα και το χωράφι και κοίταξε το ρολόι της. Μα που είναι ο πατέρας της; Είχε φύγει από το πρωί χωρίς να της πει που πάει και από τότε ούτε το κινητό του δεν σηκώνει. Άρχισε να χτυπάει νευρικά τα δάχτυλα της στο τραπέζι. Η πόρτα ξαφνικά ανοίγει και εκείνη σηκώνεται πάνω σαν ελατήριο.
-Που ήσουν όλη μέρα; Ρώτησε η Ντεμπόρα τον πατέρα της. Εκείνος δεν απάντησε, άρχισε να βγάζει το σκουφάκι του, το κασκόλ του, και το σακάκι του.
-Που ήσουν ξαναλέω; Επανέλαβε εκείνη. Αυτή την φορά πήρε απάντηση όμως.
-Είχα πάει στην περιοχή Χ. Όμως ακόμα την έχει αποκλεισμένη ο στρατός. Δεν έχεις ακούσει τι γίνεται;
-Από τότε που εξαφανίστηκε η μαμά, η φάρμα έχει ριμάξει. Πρέπει να σταματήσεις να κάνεις ότι έκανε και εκείνη και να κοιτάξεις την φάρμα σου. Αν συνεχίσεις έτσι, θα σταματήσω να σου στέλνω χρήματα.
-Κάνε ότι θέλεις… είπε ο πατέρας της αδιάφορα και άρχισε να αδειάζει το σακίδιο που είχε μαζί του. Η Ντεμπόρα πήγε κοντά του, τον άρπαξε και άρχισε να τον ταρακουνά:
-Η Μαμά χάθηκε, πάρε το απόφαση. Κοίτα να συνεχίσεις την ζωή σου και σταμάτα να τα κυνηγάς αυτά. Δεν θέλω να σε χάσω όπως εκείνη. Σταμάτα να κυνηγάς φαντάσματα.
Ο πατέρας της την κοίταξε γλυκά και αφού της χαμογέλασε της χάιδεψε απαλά το πρόσωπο της.
-Κοριτσάκι μου, η μητέρα σου δεν ήταν τρελή. Κάτι συμβαίνει. Είμαι σίγουρος ότι κάτι συμβαίνει και θα το ανακαλύψω. Δεν ήταν όμως τρελή.
-Και όμως τώρα δεν είναι κοντά μας. Ακόμα και να συμβαίνει κάτι, είναι πολύ επικίνδυνο. Σταμάτα επιτέλους.
Την συζήτηση τους την διέκοψε το κινητό της Ντεμπόρα που άρχισε να χτυπάει. Το σήκωσε.

-Τι; Έρχομαι αμέσως! Απάντησε και έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο. Πρέπει να φύγω, κάτι προέκυψε. Θα τελειώσουμε άλλη φορά αυτή την συζήτηση… είπε στον πατέρα της και έφυγε βιαστικά κλείνοντας την πόρτα πίσω της με δύναμη.