Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Κεφάλαιο 1.8

Η Ντεμπόρα καθόταν στον καναπέ του σπιτιού της και έβλεπε τηλεόραση φανερά εκνευρισμένη. Είχαν περάσει ήδη 24 ώρες από την διορία που είχε δώσει στον Πίτερ μα οι εφημερίδες δεν έλεγαν να σωπάσουν να λένε για εκείνη. Αντιθέτως, όσο περνούσαν οι ώρες, μιλούσαν και πιο πολύ. Άλλαζε τα κανάλια συνεχώς, χωρίς όμως να προσέχει τι παίζουν. Όταν από την άλλη μιλούσαν για εκείνη, έβριζε μόνη της. Η συγκάτοικος της Ντεμπόρα, η Άλισον, πήγε και κάθισε δίπλα της.
-Ξεκόλλα λίγο επιτέλους! Κάποια στιγμή θα σταματήσουν!
-Ρε συ, δεν μπορώ ούτε να πάω για δουλειά!
-Μα τι θέλει από σένα επιτέλους αυτός ο τύπος;
-Έλα ντε… απάντησε η Ντεμπόρα και ξανακόλλησε τα μάτια της στην τηλεόραση. Η Άλισον πήρε ένα μαξιλαράκι του καναπέ και της το πέταξε στο κεφάλι παιχνιδιάρικα.
-Ξέρω πως θα σου φτιάξω το κέφι. Γνώρισα έναν τύπο χθες, και μου ζήτησε ραντεβού. Θα έρθει σε λίγο από εδώ και του είπα να φέρει κάποιον φίλο του.
-Πάλι ανακατεύεσαι; Σου έχω πει δεν θέλω κανέναν. Άσε μας κουκλίτσα μου με τα γκομενικά!
-Άντε πήγαινε να ετοιμαστείς, όπου να’ ναι φτάνουν. Η Άλισον πήρε μια σκεφτική έκφραση και συνέχισε: Φαντάζεσαι να φέρει τον τύπο που σε ψάχνει;
Η Ντεμπόρα πέταξε στην Άλισον το μαξιλαράκι πίσω, με δύναμη αυτή την φορά.
-Αν έρθει αυτός ο Πίτερ εδώ, σε έχω σκίσει!
Η Άλισον γέλασε σατανικά. Θα ήταν διαβολική σύμπτωση. Αλλά αυτά συμβαίνουν μόνο σε ταινίες και σε κάτι δευτεροκλασάτα αποτυχημένα μυθιστορήματα. Το κουδούνι χτύπησε και πήγε να ανοίξει την πόρτα.

-Δες ποιος είναι πρώτα! Της φώναξε η Ντεμπόρα.
-Λες να είναι παπαράτσι; Απάντησε η Άλισον και κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Και έπειτα ανοίγει την πόρτα.
-Μπιλ! Καλώς ήρθες! Περάστε μέσα!
Ο Μπιλ μπαίνει μέσα και από πίσω ακολουθεί ο φίλος του. Γυρίζει το κεφάλι της η Ντεμπόρα, βλέπει τον Πίτερ και τα χάνει. Γυρνάει προς την  Άλισον.
-Ε είσαι πολύ ηλίθια!
Η Άλισον παγώνει καθώς καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν σαν να βρίσκεται όντως σε αποτυχημένο δευτεροκλασάτο μυθιστόρημα. Έσκυψε στο αυτί του Μπιλ και ψιθύρισε:
-Τουλάχιστον εσύ είσαι όντως ο Μπιλ; Εκείνος γέλασε.
-Ναι, πάμε εμείς μέσα να κάνουμε τα δικά μας. Είπε, την πήρε από το χέρι και πήγαν στο δίπλα δωμάτιο. Η Ντεμπόρα είχε μείνει ακίνητη και ο Πίτερ την κοιτούσε και χαμογελούσε.
-Μπορώ να κάτσω και εγώ; Είπε ο Πίτερ διστακτικά και πήγε να κάτσει στον καναπέ.
-Βλέπω δεν φοβήθηκες από χθες. Θα μου πεις επιτέλους τι θέλεις από μένα;
Ο Πίτερ έπιασε ένα ποτήρι από το τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ, και το γέμισε με ουίσκι από το μπουκάλι που βρισκόταν δίπλα.
-Θέλω να σου δώσω μια ευκαιρία να κάνεις αυτό που ήθελες. Απάντησε πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του.
-Κάνω ήδη αυτό που θέλω.
-Είσαι πολύ μικρή ακόμα για να με ξεγελάσεις. Μπορείς να ξεγελάς τον εαυτό σου όσο θέλεις αλλά όχι εμένα.
-Μα γιατί επιμένεις τόσο για κάτι που δεν θέλω;
-Γιατί… Ο Πίτερ κόλλησε. Πλησίασε με το σώμα του λίγο πιο κοντά. Γιατί….
Ξαφνικά ακούστηκαν από το δίπλα δωμάτιο κάποιοι σεξουαλικοί ήχοι. Η Ντεμπόρα κούνησε το κεφάλι της και στριφογύρισε τα μάτια της. Σηκώθηκε από τον καναπέ απότομα.
-Πάμε να φύγουμε από εδώ. Κέρδισες. Ήρθε η ώρα για εξηγήσεις.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Κεφάλαιο 1.7

Ο Πίτερ περίμενε ανυπόμονος για νέα καθισμένος στον υπολογιστή. Το τηλέφωνο δεν είχε χτυπήσει καθόλου. Μα πως γίνεται να εξαφανίστηκε εντελώς από την πόλη; Έκλεισε τις ειδήσεις και άνοιξε να διαβάσει το Ποντικοδρόμιο και έπειτα το «Σιγά τ’αυγά» ,δυο  blog που παρακολουθεί πάντοτε πιστά. Κουνούσε το πόδι του νευρικά. Συνήθως οι δημοσιογράφοι βρίσκουν πάντα αυτό που θέλουν. Λες να εγκατέλειψε την πόλη; Οι σκέψεις του διακόπηκαν από το κουδούνι της πόρτας. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και κοίταξε από το ματάκι. Μια ξανθιά άγνωστη γυναίκα περίμενε απ’ έξω εκνευρισμένα. Άνοιξε την πόρτα.
-Μάλλον λάθος κάνετε, ποιον ζητάτε; Είπε ο Πίτερ αλλά πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του η άγνωστη ξανθιά του ρίχνει ένα δυνατό χαστούκι.
-Καλά, είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας! Φώναξε εκείνη και μπήκε με τσαμπουκά στο σπίτι. Ο Πίτερ έμεινε άναυδος να κρατάει το μάγουλο του.
-Γνωριζόμαστε; Κατάφερε να ψελλίσει. Εκείνη τον τράβηξε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα. Με μια κίνηση έβγαλε την ξανθιά περούκα της μένοντας με το πολύ κοντό μαύρο μαλλί της. Ο Πίτερ την κοίταξε καλύτερα.
-Ντεμπόρα;;;; Μα… πως….
-Τι σκατά θες από μένα; Τι θέλει η φωτογραφία μου σε όλα τα εξώφυλλα εφημερίδων;
-Ήθελα να σε ξαναδώ. Μα πως με βρήκες; Είπε ο Πίτερ κρατώντας ακόμα το μάγουλο του. Προφανώς ήταν τόσο δυνατό χαστούκι που είχαν αποτυπωθεί τα δάχτυλα της επάνω.
-Έχω και εγώ τα δικά μου μέσα. Άλλωστε μπορώ να μεταμορφώνομαι σε όποια θέλω. Λοιπόν, πάρε τα σκυλιά σου και πες τους να σταματήσουν να με ψάχνουν. Πες τους να τελειώνουν την ιστορία εδώ.
-Αλλιώς… τι; Ρώτησε ο Πίτερ και την πλησίασε περίεργος να δει τι θα ακούσει. Η Ντεμπόρα τον πλησίασε ακόμα περισσότερο, και έβαλε τα χείλια της μερικά χιλιοστά μακριά από τα δικά του. Ο Πίτερ ένιωσε μια απίστευτη ένταση και μια έλξη σαν την μύγα σε υπεριώδεις λυχνίες.
-Παίζεις με την φωτιά μικρή… είπε και έκανε την κίνηση να ακουμπήσει τα χείλια της όταν ένιωσε μια παγωμένη λεπίδα στο λαιμό του και σταμάτησε.
-Μην ανησυχείς, είμαι καλή στους εμπρησμούς. Δεν με γνωρίζεις καθόλου.
-Αυτό μπορεί να λυθεί πολύ εύκολα… ο Πίτερ με μια απότομη κίνηση την αφοπλίζει πετώντας το στιλέτο στο πάτωμα.
-Δεν νομίζω. Είπε ξανά και του έβαλε ένα όπλο στον κρόταφο με το άλλο χέρι. Το όπλισε και ο Πίτερ αυτή την φορά πάγωσε. Η Ντεμπόρα χαμογέλασε, κατέβασε το όπλο και έπιασε το στιλέτο από το πάτωμα.
-Έχεις 48 ώρες για να σωπάσουν όλες οι εφημερίδες να μιλάνε για μένα… Είπε βγαίνοντας από την πόρτα και βάζοντας πάλι την ξανθιά περούκα της.
-Είσαι άγρια και μ’ αρέσεις… μονολόγησε ο Πίτερ καθώς την έβλεπε να εξαφανίζεται στον διάδρομο.


Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Κεφάλαιο 1.6

Με την Ελέν να έχει φύγει, είχε φύγει και ένα βάρος στον Πίτερ. Ένιωθε ξανά ελεύθερος να ζήσει, πως το Boxhall ήταν μια άλλη πόλη γεμάτη προκλήσεις, εμπειρίες, και διψούσε να την κατακτήσει. Είχε πάρα πολλά χρόνια να ζήσει αυτό το συναίσθημα. Και το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να ξαναβρεί εκείνη την κοπέλα. Πήρε την εκτυπωμένη φωτογραφία της με την Τατιάνα και άρχισε να πηγαίνει στο σημείο που την είχε συναντήσει με την δικαιολογία να της την δώσει. Άδικα όμως έψαχνε. Όσες βραδιές και να είχε πάει, ποτέ δεν μπόρεσε να την βρει. Άρχισε να ρωτάει άλλες κοπέλες μήπως ξέρουν κάτι γι’ αυτήν αλλά καμία δεν την ήξερε. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν, ο Πίτερ ήταν σίγουρος πως θα τον περνούσαν για μπάτσο και δεν του έλεγαν την αλήθεια. Αποφάσισε λοιπόν να βάλει άλλα μέσα για να βρει αυτό που θέλει. Ήδη την επόμενημέρα όλες οι εφημερίδες είχαν την φωτογραφία της στα εξώφυλλα. Αφού δεν μπορούσε ο ίδιος να την βρει, τότε ας την βρει η διασημότητα. Ένα τσούρμο δημοσιογράφοι που ξαφνικά ενδιαφέρονται να μάθουν για εκείνη τα πάντα. Το μόνο που είχε να κάνει είναι να περιμένει, και ο πρώτος που θα είχε πληροφορίες για εκείνη θα τον έπαιρνε τηλέφωνο. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει. Και όντως δεν πέρασε πολύ ώρα και χτύπησε το τηλέφωνο. Κοίταξε την αναγνώριση. Η Τατιάνα Μος. Όχι ρε γαμώτο σκέφτηκε.
-Παρακαλώ; Είπε τάχα αδιάφορα ο Πίτερ.
-Τι είναι αυτές οι μαλακίες πάλι; Ακούστηκε εξοργισμένη η Τατιάνα από την άλλη άκρη.
-Για την φωτογραφία λες;
-Φυσικά και λέω για την φωτογραφία με το πουτανάκι σου. Άκου να σου πω, δεν θα παίξεις μαζί μου για να κάνεις εκείνη διάσημη το κατάλαβες; Μπορώ να σε καταστρέψω!
-Ηρέμησε Τατιάνα, ηρέμησε. Την φωτογραφία όντως εγώ την έστειλα. Αλλά την έδωσα επειδή μου ζήτησαν φωτογραφία από εκείνη την βραδιά. Δεν ήξερα πως θα γράψουν τελικά για εκείνη. Ξέρεις τους δημοσιογράφους….
Η Τατιάνα έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ήξερε πολύ καλά πως οι δημοσιογράφοι διαστρεβλώνουν τα πράγματα και πως πάνε να βγάλουν είδηση από το πουθενά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το αντιμετώπιζε.
-Ελπίζω να μην λες ψέματα γιατί θα σε καταστρέψω! Είπε η Τατιάνα πάλι εξοργισμένη και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Πίτερ όντως της έλεγε ψέματα. Αλλά άξιζε το ρίσκο.



Χιλιόμετρα πιο βόρεια, στο Plain Fields, η Ντεμπόρα μπήκε στο σπίτι αφού βράδιασε έξω. Είχε πάει στο πατρικό της σπίτι για τις γιορτές, να βοηθήσει και τον πατέρα της στην φάρμα. Μια φάρμα που, μετά την εξαφάνιση της μητέρας της, ο πατέρας είχε σχεδόν εγκαταλείψει. Κάθισε κουρασμένη σε μια καρέκλα αφού όλη μέρα φρόντιζε τα ζώα και το χωράφι και κοίταξε το ρολόι της. Μα που είναι ο πατέρας της; Είχε φύγει από το πρωί χωρίς να της πει που πάει και από τότε ούτε το κινητό του δεν σηκώνει. Άρχισε να χτυπάει νευρικά τα δάχτυλα της στο τραπέζι. Η πόρτα ξαφνικά ανοίγει και εκείνη σηκώνεται πάνω σαν ελατήριο.
-Που ήσουν όλη μέρα; Ρώτησε η Ντεμπόρα τον πατέρα της. Εκείνος δεν απάντησε, άρχισε να βγάζει το σκουφάκι του, το κασκόλ του, και το σακάκι του.
-Που ήσουν ξαναλέω; Επανέλαβε εκείνη. Αυτή την φορά πήρε απάντηση όμως.
-Είχα πάει στην περιοχή Χ. Όμως ακόμα την έχει αποκλεισμένη ο στρατός. Δεν έχεις ακούσει τι γίνεται;
-Από τότε που εξαφανίστηκε η μαμά, η φάρμα έχει ριμάξει. Πρέπει να σταματήσεις να κάνεις ότι έκανε και εκείνη και να κοιτάξεις την φάρμα σου. Αν συνεχίσεις έτσι, θα σταματήσω να σου στέλνω χρήματα.
-Κάνε ότι θέλεις… είπε ο πατέρας της αδιάφορα και άρχισε να αδειάζει το σακίδιο που είχε μαζί του. Η Ντεμπόρα πήγε κοντά του, τον άρπαξε και άρχισε να τον ταρακουνά:
-Η Μαμά χάθηκε, πάρε το απόφαση. Κοίτα να συνεχίσεις την ζωή σου και σταμάτα να τα κυνηγάς αυτά. Δεν θέλω να σε χάσω όπως εκείνη. Σταμάτα να κυνηγάς φαντάσματα.
Ο πατέρας της την κοίταξε γλυκά και αφού της χαμογέλασε της χάιδεψε απαλά το πρόσωπο της.
-Κοριτσάκι μου, η μητέρα σου δεν ήταν τρελή. Κάτι συμβαίνει. Είμαι σίγουρος ότι κάτι συμβαίνει και θα το ανακαλύψω. Δεν ήταν όμως τρελή.
-Και όμως τώρα δεν είναι κοντά μας. Ακόμα και να συμβαίνει κάτι, είναι πολύ επικίνδυνο. Σταμάτα επιτέλους.
Την συζήτηση τους την διέκοψε το κινητό της Ντεμπόρα που άρχισε να χτυπάει. Το σήκωσε.

-Τι; Έρχομαι αμέσως! Απάντησε και έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο. Πρέπει να φύγω, κάτι προέκυψε. Θα τελειώσουμε άλλη φορά αυτή την συζήτηση… είπε στον πατέρα της και έφυγε βιαστικά κλείνοντας την πόρτα πίσω της με δύναμη.