Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 1.3

Η Ντεμπόρα βγήκε από το μπάνιο γυμνή και πατώντας στις άκρες των δαχτύλων της, έφτασε ως την άλλη άκρη του δωματίου. Άνοιξε την μουσική και την έβαλε στο τέρμα. Κοιτάχτηκε στον ολόσωμο καθρέφτη και ανακάτεψε τα κοντά μαύρα μαλλιά της. Άρχισε να χορεύει απαλά στον ρυθμό της μουσικής καθώς γλιστρούσε στο κορμί της το μαύρο στενό διάφανο couture φόρεμα του Τζίτζι Ντε Φέρο που κάλυπτε μονάχα τα επίμαχα σημεία. Άρχισε να βάφει με γήινα χρώματα τα μπλε μάτια της και έπειτα πρόσθεσε ψεύτικες βλεφαρίδες. Έπιασε το κατακόκκινο κραγιόν και άρχισε να βάφει τα σαρκώδη χείλη της.  Κοίταξε το πρόσωπο της. Τέλειο, σκέφτηκε. Είχε έρθει η στιγμή για την τελευταία πινελιά της μεταμόρφωσης της. Έπιασε την περούκα με τα καρέ μαλλιά και τις αφέλειες. Την στερέωσε με προσοχή, κοιτάχτηκε, και έφτιαξε λίγο με τα χέρια της τις λεπτομέρειες.



Άλλη μια βραδιά που ο Πίτερ ήταν στο αυτοκίνητο και σκεφτόταν πως θα γυρίσει σπίτι. Ήξερε όπως πάντα πως η Ελέν θα τον περίμενε ξύπνια και θα άρχιζε πάλι τις φωνές. Είναι γνωστό πια το σκηνικό. Καθώς σταμάτησε στο φανάρι κοίταξε δίπλα του ένα ζευγαράκι νεαρής ηλικίας να φιλιέται. Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια παρέα είχε αράξει, κάνανε αστεία, γελούσαν και πίνανε μπύρες. Του ήρθαν όλα ξαφνικά. Πόσο καιρό είχε να φλερτάρει; Πόσο καιρό είχε να γελάσει; Να πιει μια μπύρα; Πόσο καιρό είχε να ζήσει; Θύμωσε με τον εαυτό του όταν συνειδητοποίησε πόσο παθητικός είχε γίνει με όλα όσα του συμβαίνουν. Το πράσινο φανάρι είχε ανάψει και όλα τα αυτοκίνητα πίσω του κορνάρανε. Έδωσε στον εαυτό του λίγο ακόμα χρόνο. Πρέπει να κάνει κάτι. Πρέπει. Κάνει ένα επικίνδυνο ελιγμό αλλάζοντας κατεύθυνση προς το New Town. Αποφεύγει τελευταία στιγμή μια σύγκρουση με ένα διερχόμενο αμάξι και πατάει το γκάζι καθώς του κορνάρανε και τον βρίζανε οι άλλοι οδηγοί.  Σταμάτησε απέναντι από ένα μπαράκι. Ο δρόμος φωτιζόταν από την νέον πινακίδα του, αλλά δεν πρόσεξε καν το όνομα του. Απλώς του άρεσε η μουσική που ακουγόταν μέχρι έξω. Ξαφνικά κάποιος του χτύπησε το τζάμι του οδηγού. Γυρίζει το κεφάλι του και παγώνει. Ήταν τόσο σαγηνευτική. Έμεινε να την κοιτάει αποσβολωμένος. Εκείνη τράβηξε μια τζούρα από την μακριά πίπα της και του έκανε νόημα να κατεβάσει το παράθυρο. Του φυσάει τον καπνό στην μούρη.
-Ψάχνεις για παρέα; Ο Πίτερ δεν μπόρεσε να απαντήσει. 400 παίρνω… είπε ξανά εκείνη και έκανε τον γύρο του αμαξιού για να μπει στην θέση του συνοδηγού. Την ακολουθούσε με τα μάτια του. Όλες οι κινήσεις της είχαν τόση θηλυκότητα και χάρη. Πως μπόρεσε να μην προσέξει ότι σταμάτησε μπροστά της; Κλείνει την πόρτα.
-Που πάμε; Ρώτησε η Ντεμπόρα αδιάφορα παίρνοντας άλλη μια τζούρα.
-Δεν έχεις κάτι να προτείνεις; Είπε για πρώτη φορά ο Πίτερ.
Η Ντεμπόρα κοίταξε το χέρι του και πρόσεξε την βέρα. Της ξέφυγε ένα γελάκι. Δεν ήταν ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος παντρεμένος που ψάχνει για τέτοιου είδους παρέα.
-Γιατί γελάς;
Η Ντεμπόρα κοίταξε μέσα στα μάτια τον Πίτερ.

-Τίποτα. Ξεκίνα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου